- συνισχνανεῖ
- συνισχναίνωshrivel upfut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)συνισχναίνωshrivel upfut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνισχναίνω — Α 1. μαζί με κάποιον άλλο συντελώ στην περιστολή, λιγοστεύω κάτι από κοινού με άλλον («ἀλλ ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῑ», Ευρ.) 2. παθ. συνισχναίνομαι α) συστέλλομαι, ξηραίνομαι («αἱ φλέβες κακοῡνται καὶ μέρος τι συνισχναίνονται», Ιπποκρ.)… … Dictionary of Greek